τηκτικόν

τηκτικόν
τηκτικός
able to dissolve
masc acc sg
τηκτικός
able to dissolve
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τηκτικός — ή, ό / τηκτικός, ή, όν ΝΜΑ [τηκτός] αυτός που προκαλεί τήξη, που έχει την ιδιότητα να λειώνει αρχ. ο κατάλληλος για την ελάττωση τού όγκου («τηκτικὸν σπληνός», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”